βυζανιάρικο

βυζανιάρικο
τό
1) грудной ребёнок; сосунок; 2) перен. сосунок; молокосос (бран. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βυζανιάρικο" в других словарях:

  • επιτίτθιος — ἐπιτίτθιος, ον (Α) 1. (για βρέφη) αυτό που βρίσκεται πάνω στο στήθος, που θηλάζει, το βυζανιάρικο 2. (το αρσ. και ως ουσ.) ὁ ἐπιτίτθιος βρέφος που ακόμη θηλάζει, βυζανιάρικο, βυζασταρούδι («ὡς εἴδοντ’ ἐπιτίτθιον Ήρακλῆα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • βυζανιάρης — και βυζανάρης, α, ικο 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) αυτός που θηλάζει ακόμη, που τρέφεται αποκλειστικά ή κυρίως με μητρικό γάλα 2. το ουδ. ως ουσ. βυζανιάρικο, το α) αυτό που θηλάζει, το βρέφος β) (ειρωνικά, για παιδί ή έφηβο) μικρός, ανώριμος.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»